- απορρωγάς
- ἀπορρωγάς (-άδος), η (Α)απορρώξ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπορρωγάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρῶγας — ἀπορρώξ broken off masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρωγάδας — ἀπορρωγάς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρωγάδι — ἀπορρωγάς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BUBASTIACUS Amnis — ectrope est ab auctore flumine Nilo deducta, quae postea alia atque alia subinde diverticula sen ramos generat, per diversos exitus in mare se evolventia. Apud minus Delta enim, Bubastiaccus fluvius dividuus fit Busiritcum, qui per Pathmiticum… … Hofmann J. Lexicon universale
αρχαϊσμός — Η συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στον χώρο της τέχνης γενικότερα. Στον τομέα της γλώσσας, η χρήση λέξεων ή συντάξεων που έχουν περιέλθει πια σε αχρηστία και είναι ασυμβίβαστες προς τη δομή του λόγου της εποχής στην οποία… … Dictionary of Greek